- σπαλίς
- -ίδος, ἡ, Αβλ. ψαλίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… … Dictionary of Greek
ψαλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος χαλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. ψάλλω «σφίγγω, πιάνω, τραβώ» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ άλλη άποψη, το θ. ψαλ τού τ. έχει προέλθει με αντιμετάθεση τών αρκτικών συμφ. από το θ. σπαλ , που… … Dictionary of Greek
(s)p(h)el-1 — (s)p(h)el 1 English meaning: to split, cut off, tear off; board Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen” Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary